- διαθέρμανση
- [-ις (-εως)] η1) прогревание; 2) перен. подогревание, возбуждение, разжигание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαθέρμανση — η [διαθερμαίνω] η θέρμανση που έχει επεκταθεί σε όλη τη μάζα ενός σώματος … Dictionary of Greek